οσμανλής

οσμανλής
ο
(λ. τουρκ.), πληθ. -ήδες, οθωμανός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οσμανλής — ο, θηλ. ίδισσα συν. στον πληθ. οσμανλήδες ένα από τα τουρκομανικά φύλα που έφθασε στη Μικρά Ασία κατά τον 13ο αιώνα προερχόμενο από τον Ανω Ευφράτη και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Σογιούτ, κοντά στο Εσκή Σεχίρ τής σημερινής κεντροδυτικής Τουρκίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”